- ἐπείγεσθαι
- ἐπείγωpress by weightpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοργώ — κατοργῶ, άω (Α) 1. είμαι γεμάτος οργασμό, ζωηρότητα 2. χάνω την ακμή μου 3. (κατά Φώτ.) «ὀργᾱν τὸ ἐπείγεσθαι καὶ κατοργᾶν τὸ κατεπείγειν» οργώ σημαίνει σπεύδω και κατοργώ επισπεύδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀργῶ «είμαι εύφορος, ζωηρός»] … Dictionary of Greek
ωρινθιάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπείγεσθαι εἰς ἀπόπατον» … Dictionary of Greek
ἐπείγεσθ' — ἐπείγεσθε , ἐπείγω press by weight pres imperat mp 2nd pl ἐπείγεσθε , ἐπείγω press by weight pres ind mp 2nd pl ἐπείγεσθαι , ἐπείγω press by weight pres inf mp ἐπείγεσθε , ἐπείγω press by weight imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ken-4 — ken 4 English meaning: to strain, strive Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, eifrig streben, sich sputen” Material: Gk. κονεῖν ἐπείγεσθαι, ἐνεργεῖν, κόνει σπεῦδε, τρέχε, κοναρώτερον δραστικώτερον Hes., κονηταί θεράποντες, ἀγκόνους … Proto-Indo-European etymological dictionary